Πληροφορίες για την επίδραση των ανόργανων θρεπτικών στοιχείων (μακροστοιχείων και ιχνοστοιχείων) στην ποιότητα των καρπών των εσπεριδοειδών.
Περίληψη
Τα εσπεριδοειδή αποτελούν σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας την κύρια καλλιέργεια και κατέχουν πανελλαδικά, σε ο,τι αφορά τα καρποφόρα δένδρα, τη δεύτερη θέση μετά την ελιά. Οι καρποί τους (πορτοκάλια, μανταρίνια, γκρέιπφρουτ, λεμόνια, κτλ) καταναλώνονται ως νωπά φρούτα ή χρησιμοποιούνται για την παραγωγή χυμών καθώς και στη ζαχαροπλαστική. Απώτερος στόχος των παραγωγών θα πρέπει να είναι η παραγωγή καρπών άριστης ποιότητας. Η ποιότητα των καρπών στα εσπεριδοειδή καθορίζεται από το μέγεθος, το βάρος, το χρώμα και το πάχος του φλοιού, την περιεκτικότητά τους σε χυμό, καθώς και την οξύτητα και τα διαλυτά στερεά του χυμού. Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, η ποιότητα των καρπών των εσπεριδοειδών επηρεάζεται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, από την θρεπτική κατάσταση των δένδρων ως προς απαραίτητα για τη θρέψη τους ανόργανα στοιχεία. Μεγαλύτερη επίδραση έχουν τα στοιχεία N, P και K, ενώ μικρότερη επίδραση έχει το Mg, το Ca, το Mn, ο Fe, ο Zn, το Β και ο Cu. Στην παρούσα εργασία, παρουσιάζονται όλοι οι δυνατοί τρόποι εκτίμησης της θρεπτικής κατάστασης των δένδρων και περιγράφονται αναλυτικά όλες οι επιδράσεις καθενός στοιχείου στην ποιότητα των καρπών.
1. Απαραίτητα ανόργανα θρεπτικά στοιχεία για τα φυτά
Πολλά είναι τα στοιχεία που ανιχνεύονται κατά την ανόργανη χημική ανάλυση των φυτικών ιστών. Όμως, τα απαραίτητα ανόργανα στοιχεία για την αύξηση και ανάπτυξη των φυτών είναι δεκαέξι. Εξ αυτών τα φυτά προσλαμβάνουν από την ατμόσφαιρα τον άνθρακα, το οξυγόνο και το υδρογόνο, το οποίο προσλαμβάνεται και από το έδαφος μέσω του νερού. Τα υπόλοιπα ανόργανα στοιχεία προσλαμβάνονται από το έδαφος. Τα στοιχεία αυτά βρίσκονται στο εδαφικό διάλυμα, κυρίως υπό μορφή ιόντων, και προσλαμβάνονται ενεργητικά διαμέσου του ριζικού συστήματος των φυτών. Για το λόγο αυτό απαιτείται ενέργεια που προέρχεται από την αερόβια αναπνοή του ριζικού συστήματος (Βασιλακάκης & Θεριός, 1996). Τα θρεπτικά στοιχεία ταξινομούνται σε δυο ομάδες: α) τα μακροστοιχεία, που απαιτούνται και προσλαμβάνονται από τα φυτά σε σχετικά μεγάλες ποσότητες και β) τα μικροστοιχεία (ιχνοστοιχεία), τα οποία απαιτούνται και προσλαμβάνονται από τα φυτά σε πολύ μικρότερες ποσότητες σε σχέση με τα μακροστοιχεία. Στα μακροστοιχεία ανήκουν τα στοιχεία Άζωτο, Φώσφορος, Κάλιο, Ασβέστιο, Μαγνήσιο και Θείο. Τα στοιχεία Σίδηρος, Χαλκός, Μαγγάνιο, Ψευδάργυρος, Βόριο, Χλώριο και Μολυβδαίνιο ανήκουν στα μικροστοιχεία.
Στη συνέχεια της εργασίας παρουσιάζονται οι μέθοδοι εκτίμησης της θρεπτικής κατάστασης των δένδρων ως προς τα απαραίτητα ανόργανα στοιχεία (Κεφάλαιο 2). Στο Κεφάλαιο 3 παρουσιάζονται επιστημονικά δεδομένα για το πώς και κατά πόσο επηρεάζεται η ποιότητα των παραγόμενων καρπών από τη θρεπτική κατάσταση των δένδρων.
2. Μέθοδοι εκτίμησης της θρεπτικής κατάστασης των δένδρων
Δεδομένου ότι η ανόργανη θρεπτική κατάσταση των δένδρων σχετίζεται άμεσα με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των συγκομιζόμενων καρπών (βλ. Κεφάλαιο 4), θεωρείται απολύτως αναγκαία η αναφορά και η αξιολόγηση όλων των δυνατών μεθόδων προσδιορισμού της στα εσπεριδοειδή. Όσο πιο ακριβής είναι η εκτίμηση των επιπέδων των θρεπτικών στοιχείων στα δένδρα, τόσο ορθότερη είναι η απόφαση που λαμβάνεται αναφορικά με τις ποσότητες των θρεπτικών στοιχείων που πρέπει να χορηγηθούν, μέσω του προγράμματος λίπανσης, στον εσπεριδεώνα. Σωστότερη λίπανση σημαίνει διόρθωση των όποιων προβλημάτων έλλειψης ή περίσσειας των ανόργανων στοιχείων με ενίσχυση ή περιορισμό των αντίστοιχων ποσοτήτων των λιπασμάτων που εφαρμόζονται. Με άλλα λόγια, ένα σωστό πρόγραμμα λίπανσης των εσπεριδεώνων, που βασίζεται στη σωστή εκτίμηση της πραγματικής θρεπτικής κατάστασης των δένδρων σε μια δεδομένη στιγμή, θα οδηγήσει στην επίτευξη ισόρροπης θρέψης των δένδρων και επομένως στην παραγωγή ποιοτικά άριστων καρπών.
Η εκτίμηση της ανόργανης θρεπτικής κατάστασης των δένδρων στα εσπεριδοειδή μπορεί να γίνει: α) με φυλλοδιαγνωστική, β) με εδαφική ανάλυση, και γ) βάση μακροσκοπικων-ορατών συμπτωμάτων, που εμφανίζονται επί των φύλλων, των βλαστών ή των καρπών στις περιπτώσεις έντονης έλλειψης ή μεγάλης περίσσειας των ανόργανων στοιχείων στους αντίστοιχους φυτικούς ιστούς .
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η εδαφική ανάλυση στα εσπεριδοειδή και γενικότερα στα καρποφόρα δένδρα δεν μας δίνει πάντα αξιόπιστα αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, τα αποτελέσματα αυτά δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική θρεπτική κατάσταση των δένδρων ως προς τα απαραίτητα ανόργανα στοιχεία. Για παράδειγμα, ενώ η περιεκτικότητα ενός εδάφους σε Fe μπορεί να ανέρχεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, τα δένδρα είναι δυνατόν να υποφέρουν από έλλειψη Fe, όχι επειδή ο Fe του εδάφους δεν είναι επαρκής, αλλά επειδή βρίσκεται σε μορφή που δεν είναι άμεσα διαθέσιμη στα δένδρα, π.χ. βρίσκεται κυρίως υπό μορφή Fe3+, και όχι υπό μορφή Fe+2 που προσλαμβάνεται άμεσα από τις ρίζες Επομένως, η εδαφική ανάλυση δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο εργαλείο για την εκτίμηση της θρεπτικής κατάστασης των δένδρων σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Ωστόσο, η εδαφική ανάλυση είναι απολύτως απαραίτητη πριν την εγκατάσταση νέων εσπεριδεώνων, κατά την οποία θα πρέπει να προσδιορίζονται τουλάχιστον το pH, η ηλεκτρική αγωγιμότητα, το ολικό και το ενεργό CaCO3 και η οργανική ουσία, προκειμένου να ληφθούν μέτρα βελτίωσης των φυσικοχημικών ιδιοτήτων του εδάφους και να γίνει η επιλογή του καταλληλότερου υποκειμένου.
Όσον αφορά τα μακροσκοπικά συμπτώματα, αυτά εμφανίζονται όταν παρατηρείται έλλειψη ή περίσσεια ενός ή περισσότερων ανόργανων στοιχείων. Τότε, ο μεταβολισμός των φυτών διαταράσσεται, γεγονός που οδηγεί στην εμφάνιση συμπτωμάτων επί των φύλλων, των βλαστών ή και των καρπών των δένδρων. Τα συμπτώματα αυτά είναι χαρακτηριστικά της έλλειψης ή της περίσσειας κάθε στοιχείου και μπορούν να εμφανιστούν ως αλλοιώσεις του χρώματος και του σχήματος των φύλλων, με ελάττωση του μεγέθους των μεσογονατίων των βλαστών, με πτώση φύλλων, με ατέλεια ανθέων, με μειωμένη καρπόδεση και παραμόρφωση των καρπών ή με σχίσιμο και εμφάνιση ακανόνιστων κηλιδώσεων επί των καρπών (Βασιλακάκης & Θεριός, 1996). Πολλές φορές όμως είναι αδύνατο να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την πραγματική θρεπτική κατάσταση των δένδρων, με βάση τα παρατηρούμενα μακροσκοπικά συμπτώματα, επειδή μπορεί αυτό που παρατηρείται να μην οφείλεται σε έλλειψη ενός μόνο στοιχείου ή είναι δυνατόν να υπάρχει υπερεπάρκεια ενός ή περισσότερων θρεπτικών στοιχείων και τα συμπτώματα να οφείλονται σε αυτή. Αν τα συμπτώματα παρουσιάζονται σε μεμονωμένα δένδρα, το πρόβλημα ενδέχεται να οφείλεται και σε άλλους λόγους, όπως για παράδειγμα σε κάποια ασθένεια ή και εντομολογική προσβολή. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα δένδρα είναι δυνατόν να υποφέρουν από ελλείψεις στοιχείων χωρίς όμως να εμφανίζονται ορατά συμπτώματα, δηλαδή να υποφέρουν από λανθάνουσες ελλείψεις. Για τους παραπάνω λόγους καταφεύγουμε στη φυλλοδιαγνωστική, η οποία θεωρείται η πλέον αξιόπιστη μέθοδος εκτίμησης της θρεπτικής κατάστασης των δένδρων ως προς το σύνολο των απαραίτητων για την αύξηση και ανάπτυξη τους ανόργανων στοιχείων.
Η φυλλοδιαγνωστική, με τη στενή έννοια του όρου, είναι ο προσδιορισμός της συγκέντρωσης ενός στοιχείου ή μέρους του στοιχείου σε ένα δείγμα από ένα συγκεκριμένο τμήμα ή μέρος ενός φυτικού τμήματος, που λήφθηκε σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή σε ένα συγκεκριμένο στάδιο μορφολογικής ανάπτυξης του φυτού (Τσικαλάς, 2003). Η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων της φυλλοδιαγνωστικής εξαρτάται από την σωστή δειγματοληψία και από την ύπαρξη κατάλληλων πινάκων σύγκρισης και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων. Στα εσπεριδοειδή, κατάλληλα για δειγματοληψία είναι τα πλήρως αναπτυγμένα φύλλα, ηλικίας 4 έως 6 μηνών, που λαμβάνονται κατά την περίοδο Αυγούστου-Οκτωβρίου από μη καρποφόρους βλαστούς του ανοιξιάτικου κύματος βλάστησης των δένδρων.
Κατά την δειγματοληψία μιας εσπεριδοφυτείας καλό είναι να δειγματοληπτείται χωριστά κάθε τύπος εδάφους και κάθε ποικιλία ή συνδυασμός ποικιλίας και υποκειμένου, καθώς και να επεκτείνεται η δειγματοληψία σε τμήματα της εσπεριδοφυτείας που δεν εμφανίζουν τροφοπενιακά προβλήματα, γιατί σε αρκετές περιπτώσεις η ορθότερη εικόνα της θρεπτικής κατάστασης των δένδρων αποκτάται από τη σύγκριση των αποτελεσμάτων των δένδρων με ή χωρίς συμπτώματα τροφοπενιών. Κάθε δείγμα πρέπει να περιλαμβάνει 50-100 φύλλα που λαμβάνονται από ύψος 1-1.80 μέτρα από το έδαφος. Τα φύλλα μπορεί να μαζευτούν από όλα τα δένδρα του οπωρώνα ή μόνο από αυτά που βρίσκονται δεξιά και αριστερά μιας απόλυτα διαγώνιας διαδρομής ή μιας τυχαίας διαδρομής τύπου ζικ-ζακ (Ποντίκης, 2003). Ακόμη μπορεί να μαζευτούν από κάθε δεύτερο ή τρίτο δένδρο κάθε δεύτερης ή τρίτης γραμμής φύτευσης. Σε κάθε περίπτωση, η συλλογή των φύλλων πρέπει να γίνεται από όλες τις πλευρές των δένδρων (ανατολή-δύση-βορράς-νότος). Τέλος, το τμήμα που δειγματοληπτείται πρέπει να αντιπροσωπεύεται από δένδρα που αναπτύσσονται σε εδάφη της ίδιας γονιμότητας και κλίσης και να είναι της ίδιας ποικιλίας, υποκειμένου, ανάπτυξης και ηλικίας.
3. Θρεπτικά στοιχεία και ποιότητα καρπών
Πριν από την παρουσίαση των επιδράσεων των ανόργανων θρεπτικών στοιχείων στην ποιότητα των καρπών, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν τα χαρακτηριστικά που καθορίζουν την ποιότητα των καρπών στα εσπεριδοειδή. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι η περιεκτικότητα των καρπών σε χυμό, η περιεκτικότητα του χυμού σε διαλυτά στερεά (ΔΣ) και οξέα (Ο), ο λόγος διαλυτών στερεών/οξέα (ΔΣ/Ο), καθώς επίσης το μέγεθος, το βάρος, το χρώμα και το πάχος του φλοιού των καρπών.
Πίνακας 1. Επίδραση των ανόργανων θρεπτικών στοιχείων σε διάφορα ποιοτικά χαρακτηριστικά καρπών εσπεριδοειδών (+ : θετική συσχέτιση, - : αρνητική συσχέτιση, 0 : καμιά επίδραση, ? : δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες) (Obreza et al, 2008).
Στον Πιν. 1 παρουσιάζονται συνοπτικά οι επιδράσεις των θρεπτικών στοιχείων στις ποιοτικές παραμέτρους καρπών εσπεριδοειδών, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Obreza και οι συνεργάτες του (2008). Στη συνέχεια της εργασίας γίνεται αναλυτική περιγραφή των επιδράσεων αυτών ανά θρεπτικό στοιχείο, ενώ παράλληλα παρουσιάζονται επιπλέον πληροφορίες από άλλα επιστημονικά δημοσιεύματα.
3.1 Επίδραση αζώτου (Ν)
Κατά τους Οbreza et al. (2008), η βελτίωση της θρεπτικής κατάστασης των δένδρων ως προς το N αυξάνει την περιεκτικότητα των καρπών σε χυμό, τα διαλυτά στερεά και την οξύτητα του χυμού, βελτιώνει το χρώμα του χυμού τόσο στις αιματόσαρκες όσο και στις κιτρινόσαρκες ποικιλίες και παρατείνει τον πράσινο χρωματισμό των καρπών, δηλαδή καθυστερεί τον μεταχρωματισμό του φλοιού τους. Επίσης, περίσσεια αζώτου μειώνει το μέγεθος και το βάρος των καρπών, λόγω του ότι παράγονται πολλοί καρποί, και αυξάνει το πάχος του φλοιού τους. Κατά τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996), το N συσχετίζεται θετικά με το πάχος του φλοιού των καρπών. Έλλειψη Ν, κατά τον Ποντίκη (2003), κάνει τους καρπούς πιο μαλακούς. Τέλος, το πολύ N προκαλεί μείωση του λόγου ΔΣ/Ο (Οbreza et al., 2008), λόγος που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κριτήρια, αν όχι το κυριότερο κριτήριο, συγκομιδής των καρπών στα περισσότερα είδη εσπεριδοειδών. Το τελευταίο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το πολύ N καθυστερεί το μεταχρωματισμό του φλοιού των καρπών, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η περίσσεια του Ν οψιμίζει κάπως την συγκομιδή.
3.2 Επίδραση μαγνησίου (Mg)
Κατά την βελτίωση της ανόργανης θρέψης των εσπεριδοειδών ως προς το Mg παρατηρείται αύξηση της συγκέντρωσης των διαλυτών στερεών του χυμού των καρπών, του λόγου ΔΣ/Ο του χυμού, του μεγέθους και του βάρους των καρπών, ενώ δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως το αν και κατά πόσο επηρεάζεται το χρώμα του χυμού. Επίσης, το Mg έχει μάλλον μηδενική επίδραση στην χυμοπεριεκτικότητα των καρπών, στην οξύτητα του χυμού και στον χρόνο απόπρασινισμού του φλοιού (Οbreza et al., 2008). Κατά τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996), σε περίπτωση έλλειψης Mg οι καρποί έχουν μικρότερο μέγεθος και ο χρωματισμός τους δεν είναι ικανοποιητικός.
3.3 Επίδραση φωσφόρου (P)
Ο P συσχετίζεται θετικά με την περιεκτικότητα των καρπών σε χυμό και το λόγο ΔΣ/Ο στο χυμό, ενώ συσχετίζεται αρνητικά με το πάχος του φλοιού και την οξύτητα του χυμού. Επίσης, η περίσσεια P παρατείνει τον πράσινο χρωματισμό των καρπών. Στα υπόλοιπα ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών, που παρουσιάζονται στον Πίν. 1, ο P έχει μηδενική επίδραση (Οbreza et al., 2008). Kατά τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996), έλλειψη P προκαλεί παχύτερο και τραχύτερο φλοιό, καθώς και ανοιχτότερη και χαλαρότερη καρδιά (Εικ. 1), ενώ κατά τον Ποντίκη (2003) υπερλίπανση των δένδρων με P επιταχύνει την ωρίμανση των καρπών, μειώνει το μέγεθός τους και οι καρποί γίνονται πιο μαλακοί.
Εικόνα 1. Επίδραση της θρεπτικής κατάστασης δένδρων πορτοκαλιάς ως προς το φώσφορο στην ποιότητα των παραγόμενων καρπών. Οι καρποί έχουν τραχύ και παχύ φλοιό ενώ στο εσωτερικό τους παρατηρείται το σύμπτωμα της χαλαρής καρδιάς (Obreza & Morgan, 2008).
3.4 Επίδραση ασβεστίου (Ca)
Σύμφωνα με τους Obreza et al. (2008), η έλλειψη ή η περίσσεια του Ca δεν επηρεάζει αξιόλογα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών που παρουσιάζονται στον Πιν. 1, πλην της έντασης του χρώματος του φλοιού τους, ποιοτικό στοιχείο για το οποίο δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα. Κατά τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996), έλλειψη Ca συνήθως προκαλεί σκληρό και χονδρό φλοιό.
3.5 Επίδραση καλίου (K)
Κατά τους Οbreza et al. (2008), η βελτίωση της θρεπτικής κατάστασης των δένδρων ως προς το Κ προκαλεί αύξηση της περιεκτικότητας του χυμού των καρπών σε οξέα, του μεγέθους των καρπών, του βάρους τους και του πάχους του φλοιού τους, ενώ καθυστερεί τον αποπρασινισμό τους. Ωστόσο, η περίσσεια του Κ μειώνει τα διαλυτά στερεά, το λόγο ΔΣ/Ο και την ένταση του χρώματος του χυμού στις αιματόσαρκες και κιτρινόσαρκες ποικιλίες. Κατά τον Ποντίκη (2003), η έλλειψη K προκαλεί επιτάχυνση της ωρίμανσης και μείωση του μεγέθους των καρπών (Εικ. 2).
Εικόνα 2. Επίδραση της θρεπτικής κατάστασης δένδρων πορτοκαλιάς ως προς το κάλιο στο τελικό μέγεθος των καρπών. Αριστερά: επάρκεια καλίου. Κέντρο και δεξιά: τροφοπενία καλίου (Obreza & Morgan, 2008).
3.6 Επίδραση ψευδαργύρου (Zn)
Σύμφωνα με τους Obreza et al. (2008), ο Zn δεν επηρεάζει σημαντικά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών, ενώ σύμφωνα με τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996) όταν παρατηρείται έλλειψη Zn οι καρποί γίνονται μικροί με ακανόνιστο σχήμα, χονδρό φλοιό και ανοιχτότερου χρώματος (Εικ. 3).
Εικόνα 3. Καρποί πορτοκαλιάς από δένδρα με επάρκεια Zn (αριστερά) και με μέτρια (κέντρο) ή έντονη (δεξιά) έλλειψη Zn. Καρποί προερχόμενοι από δένδρα με τροφοπενία Zn υστερούν σε μέγεθος συγκριτικά με αυτούς που προέρχονται από δένδρα με κανονικά επίπεδα Zn (Obreza & Morgan, 2008).
3.7 Επίδραση σιδήρου (Fe)
Σύμφωνα με τους Οbreza et al. (2008), η κανονική θρέψη των εσπεριδοειδών σε Fe αυξάνει τα διαλυτά στερεά του χυμού των καρπών, ενώ δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως κατά πόσο επιδρά στο χρώμα του χυμού. Επίσης, δεν φαίνεται να επηρεάζονται τα υπόλοιπα ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών. Σύμφωνα με τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996), όταν παρατηρείται έλλειψη Fe, οι καρποί γίνονται μικρότεροι, ενώ αυξάνεται και η οξύτητα του χυμού τους.
3.8 Επίδραση μαγγανίου (Mn)
Κατά τους Obreza et al. (2008), το Mn δεν φαίνεται να έχει άμεση επίδραση σε κανένα από τα βασικά ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών ενώ δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως το αν και κατά πόσο επιδρά στο χρώμα του χυμού των καρπών. Κατά τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996), όταν παρατηρείται έλλειψη Mn οι καρποί αποκτούν μικρό μέγεθος και το χρώμα του φλοιού γίνεται ανοιχτότερο. Παρόμοια επίδραση της τροφοπενίας του Mn στο χρώμα του φλοιού καρπών μανταρινιάς της ποικιλίας ‘Encore’ παρατηρήθηκε και από τους Papadakis et al. (2004) (Εικ. 4).
Εικόνα 4. Καρποί μανταρινιάς ποικιλίας ‘Encore’ από δένδρα με επάρκεια Mn (αριστερά) και με έντονη έλλειψη Mn (δεξιά). Καρποί προερχόμενοι από δένδρα με τροφοπενία Mn έχουν φλοιό ανοιχτότερου χρώματος από ο,τι οι καρποί που προέρχονται από δένδρα με κανονικά επίπεδα Mn (Παπαδάκης, 2004).
3.9 Επίδραση χαλκού (Cu)
Σύμφωνα με τους Obreza et al. (2008), ο Cu δεν επιδρά σε κάποιο ποιοτικό χαρακτηριστικό των καρπών, ενώ δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως το πως και αν επιδρά στο χρώμα του χυμού των καρπών.
3.10 Επίδραση βορίου (B)
Σύμφωνα με τους Obreza et al. (2008), το Β δεν φαίνεται να επιδρά σημαντικά σε κανένα από τα υπό συζήτηση ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών, εκτός από το χρώμα του χυμού, χαρακτηριστικό για το οποίο δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα αναφορικά με την επίδραση του B. Κατά τους Βασιλακάκη & Θεριό (1996), όταν τα δένδρα υποφέρουν από έλλειψη B οι καρποί παρουσιάζουν μεταχρωματισμό του αlbedo (μεσοκαρπίου) και χαμηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα. Οι καρποί είναι κακοσχηματισμένοι, με χονδρό φλοιό, που στεγνώνει κατά θέσεις (φελλοποίηση), και με σπέρματα που μαυρίζουν (Εικ. 5).
Εικόνα 5. Επίδραση της τροφοπενίας βορίου σε καρπούς γκρέιπφρουτ. Παρατηρείται εσωτερική και εξωτερική φέλλωσή τους, υπό μορφή καστανού μεταχρωματισμού του μεσοκαρπίου (albedo) και του κεντρικού άξονα του καρπού. Σε περίπτωση έντονης έλλειψης βορίου, ο φλοιός των καρπών παρουσιάζει κατά τόπους σχισίματα (Obreza & Morgan, 2008).
4. Συζήτηση - Συμπεράσματα
Σύμφωνα με τα παραπάνω επιστημονικά δεδομένα τα ανόργανα θρεπτικά στοιχεία επηρεάζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών των εσπεριδοειδών. Μεγαλύτερες επιδράσεις έχουν τα στοιχεία Ν, P και Κ, ενώ μικρότερες επιδράσεις έχουν τα υπόλοιπα ανόργανα θρεπτικά στοιχεία (Mg, Ca, Mn, Fe, Zn, Β και Cu). Συνεπώς, θα πρέπει οι καλλιεργητές να ελέγχουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τη θρεπτική κατάσταση των δένδρων χρησιμοποιώντας τη φυλλοδιαγνωστική, που είναι η πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος γι’ αυτό το σκοπό και να αναπληρώνουν τις τυχόν απολεσθείσες ποσότητες των θρεπτικών στοιχείων. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής θα είναι η επίτευξη μιας κατάστασης θρεπτικής ισορροπίας σε επίπεδο δένδρου, δηλαδή τα δένδρα να μην υποφέρουν ούτε από έλλειψη ούτε από περίσσεια θρεπτικών στοιχείων και επομένως, η παραγωγή καρπών άριστης ποιότητας.
Βιβλιογραφία
Obreza T.A., Morgan K.T., 2008. Nutrition of Florida Citrus Trees (SL 253) – (Appendix H - Color plates), 2nd Edition University of Florida, IFAS Extension General Soil Fertility and Citrus Tree Nutrition pp. 90-96.
Obreza, T.A., Zekri, M., and Futch, S.H. 2008. General Soil Fertility and Citrus Tree Nutrition pp. 16-23. In book entitled: Nutrition of Florida Citrus Trees (SL 253), 2nd Edition, Edited by Obreza T.A and Morgan K.T. , University of Florida, IFAS Extension.
Papadakis, I.E., Protopapadakis, E., Dimassi, K.N. and Therios, I.N. 2004. Nutritional status, yield, and fruit quality of ‘Encore’ mandarin trees grown in two sites of an orchard with different soil properties. Journal of Plant Nutrition, 27 (9) pp. 1505-1515.
Βασιλακάκης, Μ., & Θεριός, Ι., 1996. Μαθήματα Ειδικής Δενδροκομίας Εσπεριδοειδή, Εκδόσεις Δεδούση Θεσσαλονίκη, σελ.111-113,116-127.
Παπαδάκης Ι.Ε., 2004. Η Συμπεριφορά των Εσπεριδοειδών στο Μαγγάνιο. Διδακτορική Διατριβή. Τμήμα Γεωπονίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σελ. 146.
Ποντίκης, Κ., 2003. Ειδική Δενδροκομία - Εσπεριδοειδή, Εκδόσεις Σταμούλη Αθήνα, σελ. 108,109,111-113.
Τσικαλάς, Π., 2003. Θρέψη Φυτών – Γονιμότητα Εδαφών, Εκδόσεις ΤΕΙ Κρήτης Ηράκλειο, σελ. 9,34,121.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου