Η ύπαρξη του βορίου στη φύση διαπιστώθηκε το 1808 από τους Lussac και Thenard (Jones, 1998). Το άτομο του βορίου είναι μικρό και έχει τρία θετικά φορτία. Τα σταθερά ισότοπά του έχουν ατομικό βάρος 10 και 11 και βρίσκονται σε αναλογία 20:80%, με αποτέλεσμα το ατομικό του βάρος να διαμορφώνεται στο 10,81 (Power και Woods, 1997).
Η παρουσία του στα φυτά διαπιστώθηκε το 1857 (Nielsen, 1997). Σύμφωνα με το Bergmann (1992) οι πρώτοι που πειραματίστηκαν με το βόριο στα φυτά ήταν οι Peligot (1876), Arcangeli (1885) και Hotter (1890). Τόσο αυτοί όσο και άλλοι ερευνητές που ακολούθησαν, χρησιμοποίησαν σχετικά μεγάλες συγκεντρώσεις βορίου στα πειράματά τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καταλήξουν λαθεμένα στο συμπέρασμα ότι το βόριο προκαλεί μόνο προβλήματα στα φυτά: αναστολή της φύτρωσης των σπερμάτων, αναστολή της αύξησης της ρίζας, χλώρωση και νέκρωση των υπέργειων φυτικών οργάνων. Έτσι είχε χαρακτηριστεί ως επιβλαβές στοιχείο για τα φυτά.
Στη συνέχεια ο Maze (1914) ήταν αυτός που πρώτος διαπίστωσε ότι η παρουσία μικρών συγκεντρώσεων βορίου στο θρεπτικό διάλυμα είναι ζωτικής σημασίας για την ικανοποιητική αύξηση των φυτών. Η Warrington (1923) περιέγραψε για πρώτη φορά τα συμπτώματα της έλλειψης του βορίου πειραματιζόμενη με την κουκιά (Vicia faba) (Bergmann, 1992).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου