Ερευνητική εργασία
Παπαδάκης Ι., Πρωτοπαπαδάκης Ε., Θεριός Ι. και Αλμαλιώτης Δ., 2002, Ετήσια διακύμανση της θρεπτικής κατάστασης δένδρων μανταρινιάς Encore σε δύο τμήματα οπωρώνα με διαφορετικά εδαφικά χαρακτηριστικά, Πρακτικά 9ου Πανελλήνιου Εδαφολογικού Συνεδρίου, Ελληνική Εδαφολογική Εταιρία, Κηφισιά - Αθήνα, σελ. 615-625.Περίληψη
Μελετήθηκε η θρεπτική κατάσταση δένδρων μανταρινιάς Encore που αναπτύσσονταν σε δύο τμήματα του ίδιου οπωρώνα με διαφορετικά
εδαφικά χαρακτηριστικά. Το έδαφος Β (τμήμα Β του οπωρώνα) περιείχε περισσότερο K, Ca, Mg και οργανική ουσία από το έδαφος Α (τμήμα
Α του οπωρώνα) το οποίο όμως περιείχε περισσότερη άργιλλο και είχε μικρότερη
διηθητικότητα από το έδαφος Β. Όλα τα δένδρα ήταν εμβολιασμένα στο υποκείμενο Carrizo citrange και δέχονταν τις ίδιες ακριβώς καλλιεργητικές φροντίδες. Η μελέτη
διήρκεσε ένα έτος κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν 10
δειγματοληψίες φύλλων.
Οι συγκεντρώσεις των στοιχείων Ca, Cl, Mg, Fe και Mn στα φύλλα των δένδρων του εδάφους Α ήταν σημαντικά μεγαλύτερες από
αυτές των δένδρων του εδάφους Β σε 7, 7, 8, 9 και 10 από τις 10 δειγματοληψίες,
αντίστοιχα. Αντίθετα, στα φύλλα των δένδρων του εδάφους Β βρέθηκαν σημαντικά
μεγαλύτερες συγκεντρώσεις K και B σε 9 και 8 από τις 10 δειγματοληψίες,
αντίστοιχα. Μεταξύ των δένδρων των δύο τμημάτων του οπωρώνα παρατηρήθηκαν
μεγάλες διαφορές ως προς τις συγκεντρώσεις Mn και K των φύλλων. Έτσι, ενώ στο ένα τμήμα τα δένδρα βρισκόταν σε επίπεδο
επάρκειας, στο άλλο παρατηρούνταν σοβαρότατη έλλειψη. Μάλιστα οι συγκεντρώσεις
Κ και Mn των φύλλων συσχετίστηκαν αρνητικά.
Επιπλέον η συγκέντρωση του Zn στα φύλλα
όλων των δένδρων ήταν χαμηλή, ενώ του Cl αρκετά υψηλή.
Λέξεις-κλειδιά: Carrizo, Encore, διηθητικότητα, θρεπτικά στοιχεία, τροφοπενία Mn
Εισαγωγή
Η μανταρινιά Encore είναι
υβρίδιο που προήλθε από διασταύρωση της μεσογειακής μανταρινιάς (Citrus deliciosa) και της μανταρινιάς king of Siam (Citrus nobilis). Το υβρίδιο αυτό δημιουργήθηκε
στην Καλιφόρνια από τον H. B. Frost και χαρακτηρίζεται από την οψιμότητα ωρίμανσης χάρη στην οποία
επιτυγχάνει ικανοποιητικές τιμές στην αγορά. Οι καρποί της ωριμάζουν γύρω στο
Μάρτιο και διατηρούνται πάνω στο δένδρο για αρκετούς μήνες χωρίς σημαντική
υποβάθμιση των οργανοληπτικών τους χαρακτηριστικών. Το υποκείμενο Carrizo citrange (C. sinensis x Poncirus trifoliata), συμφωνεί πολύ καλά με διάφορες
ποικιλίες μανταρινιάς όπως οι Encore (Πρωτοπαπαδάκης, 1992) και Nova (Georgiou, 2000). Σαν υποκείμενο είναι ανθεκτικό στους νηματώδεις, στη φυτόφθορα
και στην τριστέτσα και ευαίσθητο στα ασβεστούχα εδάφη και την εξωκόρτιδα (Πρωτοπαπαδάκης, 1992, Βασιλακάκης και
Θεριός, 1996).
Αιτία για την διεξαγωγή της παρούσας έρευνας αποτέλεσε ένας
οπωρώνας που βρίσκεται στην περιοχή Γαλατάς Χανίων, σ' ένα τμήμα του οποίου τα
δένδρα παρουσίαζαν έντονα συμπτώματα τροφοπενίας μαγγανίου. Στη χώρα μας, οι συχνότερα απαντώμενες
τροφοπενίες ιχνοστοιχείων στα εσπεριδοειδή είναι αυτές του Mn και του Zn
(Πρωτοπαπαδάκης, 1992). Το μαγγάνιο προσλαμβάνεται από τις ρίζες των φυτών με
τη μορφή Mn+2. Η διαθεσιμότητα του μαγγανίου (Mn+2) στο έδαφος εξαρτάται από: α)
τη συγκέντρωση τόσο των ιόντων Mn+2, όσο και διαφόρων
ενώσεων μαγγανίου που ανάγονται εύκολα, β) τις συγκεντρώσεις των υπολοίπων
κατιόντων, γ) την εναλλακτική ικανότητα σε κατιόντα του εδάφους (C.E.C), δ) τη θερμοκρασία, την οργανική ουσία, την υγρασία
και το οξειδοαναγωγικό δυναμικό του εδάφους και ε) τη δομή και τις συνθήκες
αερισμού του εδάφους (Bergmann, 1992).
Σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η μελέτη της διακύμανσης,
κατά τη διάρκεια του έτους, της θρεπτικής κατάστασης δένδρων μανταρινιάς Encore που καλλιεργούνταν σε δύο τμήματα οπωρώνα
με διαφορετικές φυσικοχημικές ιδιότητες.
Υλικά και Μέθοδοι
Χρησιμοποιήθηκαν δένδρα μανταρινιάς Encore τα οποία ήταν εμβολιασμένα στο υποκείμενο Carrizo citrange. Τα δένδρα, ηλικίας 20 ετών, αναπτύσσονταν σε δύο τμήματα του ίδιου
οπωρώνα και δέχονταν τις ίδιες ακριβώς καλλιεργητικές φροντίδες (λίπανση,
άρδευση, κλάδευμα, φυτοπροστασία). Σε κάθε τμήμα επιλέχθηκαν 5 αντιπροσωπευτικά
δένδρα (επαναλήψεις), η θρεπτική κατάσταση των οποίων παρακολουθούνταν με
τακτικές δειγματοληψίες φύλλων. Από κάθε δένδρο και σε κάθε δειγματοληψία
συλλέγονταν 20-25 φύλλα, ηλικίας 5-7 μηνών, προερχόμενα από μη καρποφόρους
βλαστούς. Συνολικά πραγματοποιήθηκαν 10 δειγματοληψίες κατά το χρονικό διάστημα
από την πλήρη άνθιση των δένδρων (τέλη Απριλίου 2000) μέχρι και τη συγκομιδή
των καρπών (αρχές Απριλίου 2001). Τα δένδρα ήταν φυτεμένα σε αποστάσεις 4m x 5m. Η λιπαντική τακτική είχε ως εξής:
επιφανειακή χορήγηση 1,5 Kg νιτρικού
ασβεστίου ανά δένδρο (δεύτερο δεκαπενθήμερο Φεβρουαρίου) και εφαρμογή 1,5 Kg νιτρικού καλίου ανά δένδρο, σε τρεις
δόσεις, μέσω του δικτύου άρδευσης (15 Ιουλίου μέχρι 15 Αυγούστου). Η άρδευση
του οπωρώνα γινόταν σε εβδομαδιαία βάση με τη βοήθεια σταλακτοφόρων σωλήνων και
εφαρμόζονταν οι εξής ποσότητες σε λίτρα νερού ανά δένδρο: 200 L (15-30 Μαΐου) και 250 L (1 Ιουλίου
- 30 Σεπτεμβρίου). Το αρδευτικό νερό ήταν πολύ καλής ποιότητας (EC: 0,263 mmhos cm-1, pH: 7,23, Ca: 39 mg L-1, K: 11 mg L-1, Mg: 10 mg L-1, Na: 9 mg L-1, Cl: 17 mg L-1).
Τον Απρίλιο του 2000 πάρθηκαν σύνθετα δείγματα εδάφους
(τρία ανά τμήμα). Το βάθος δειγματοληψίας ήταν 0 - 45 cm, διότι σ' αυτή την περιοχή
βρίσκεται το μεγαλύτερο τμήμα του ριζικού συστήματος των εσπεριδοειδών (Bell κ.α., 1997). Τα δείγματα αναλύθηκαν στο
Ινστιτούτο Εδαφολογίας Θεσσαλονίκης όπου και προσδιορίστηκαν το pH, η ηλεκτρική
αγωγιμότητα (mmhos cm-1), το CaCO3, το B (μέθοδος κουρκουμίνης), τα ανταλλάξιμα ιόντα Ca και Mg (μέθοδος EDTA), ο P (μέθοδο Olsen), το ανταλλάξιμο K εκχυλίστηκε
με οξικό αμμώνιο και τα ιχνοστοιχεία Mn, Zn, Fe και Cu με DTPA
(Jackson, 1958). Επίσης μετρήθηκε ο ρυθμός διήθησης του νερού και στα δύο
τμήματα του οπωρώνα με τη βοήθεια διπλών ομόκεντρων δακτυλίων (τέσσερις
επαναλήψεις ανά τμήμα). Οι μετρήσεις ελήφθησαν από τον εσωτερικό δακτύλιο.
Τα δείγματα φύλλων αναλύονταν στο εργαστήριο Δενδροκομίας
του Α.Π.Θ. όπου και προσδιορίστηκαν οι συγκεντρώσεις του N με τη μέθοδο
Kjeldahl και του P με τη μέθοδο του φωσφοβαναδομολυβδαινικού αμμωνίου. Οι
συγκεντρώσεις των στοιχείων K, Mg, Ca, Na, Mn, Zn, Fe προσδιορίστηκαν με τη
μέθοδο της σπεκτοφωτομετρίας της ατομικής απορρόφησης (συσκευή Perkin-Elmer
2340), τo B με τη μέθοδο azomethine-H (Wolf, 1971), ενώ η συγκέντρωση του
χλωρίου υπολογίστηκε μετά από τιτλοδότηση με AgNO3. Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων έγινε με
τη βοήθεια του στατιστικού πακέτου SPSS (10.0.1 for Windows) και για τη σύγκριση των μέσων όρων χρησιμοποιήθηκε το κριτήριο t (t-test).
Αποτελέσματα και Συζήτηση
Η διηθητικότητα του εδάφους Β ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από
αυτήν του εδάφους Α λόγω του ότι το έδαφος Β περιείχε περισσότερη οργανική
ουσία, περισσότερη άμμο και λιγότερη άργιλλο από το έδαφος Α (Πίνακας 1). Οι
σημαντικά μεγαλύτερες συγκεντρώσεις K, Mg και Ca που βρέθηκαν στο έδαφος Β
οφείλονται πιθανότατα στην αυξημένη περιεκτικότητά του σε οργανική ουσία, αφού
ως γνωστόν η εναλλακτική ικανότητα της σε κατιόντα (C.E.C) είναι κατά πολύ μεγαλύτερη αυτής
των ανόργανων συστατικών του εδάφους. Η περιεκτικότητα και των δύο εδαφών σε CaCO3 ήταν σχετικά μικρή και κατά συνέπεια δεν
αναμένονται αρνητικές επιπτώσεις από αυτό τον παράγοντα. Ομοίως, οι όποιες
διαφορές στη θρεπτική κατάσταση των δένδρων δεν μπορεί να αποδοθούν στο pH αφού η τιμή του ήταν περίπου ίδια και στα
δύο εδάφη (Πίνακας 1).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου