Ετήσια διακύμανση της θρεπτικής κατάστασης δένδρων μανταρινιάς Encore σε δύο τμήματα οπωρώνα με διαφορετικά εδαφικά χαρακτηριστικά


Ερευνητική εργασία

Παπαδάκης Ι., Πρωτοπαπαδάκης Ε., Θεριός Ι. και Αλμαλιώτης Δ., 2002, Ετήσια διακύμανση της θρεπτικής κατάστασης δένδρων μανταρινιάς Encore σε δύο τμήματα οπωρώνα με διαφορετικά εδαφικά χαρακτηριστικά, Πρακτικά 9ου Πανελλήνιου Εδαφολογικού Συνεδρίου, Ελληνική Εδαφολογική Εταιρία, Κηφισιά - Αθήνα, σελ. 615-625.

Περίληψη

Μελετήθηκε η θρεπτική κατάσταση δένδρων μανταρινιάς Encore που αναπτύσσονταν σε δύο τμήματα του ίδιου οπωρώνα με διαφορετικά εδαφικά χαρακτηριστικά. Το έδαφος Β (τμήμα Β του οπωρώνα) περιείχε περισσότερο K, Ca, Mg και οργανική ουσία από το έδαφος Α (τμήμα Α του οπωρώνα) το οποίο όμως περιείχε περισσότερη άργιλλο και είχε μικρότερη διηθητικότητα από το έδαφος Β. Όλα τα δένδρα ήταν εμβολιασμένα στο υποκείμενο Carrizo citrange και δέχονταν τις ίδιες ακριβώς καλλιεργητικές φροντίδες. Η μελέτη διήρκεσε ένα έτος κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν 10 δειγματοληψίες φύλλων.

Οι συγκεντρώσεις των στοιχείων Ca, Cl, Mg, Fe και Mn στα φύλλα των δένδρων του εδάφους Α ήταν σημαντικά μεγαλύτερες από αυτές των δένδρων του εδάφους Β σε 7, 7, 8, 9 και 10 από τις 10 δειγματοληψίες, αντίστοιχα. Αντίθετα, στα φύλλα των δένδρων του εδάφους Β βρέθηκαν σημαντικά μεγαλύτερες συγκεντρώσεις K και B σε 9 και 8 από τις 10 δειγματοληψίες, αντίστοιχα. Μεταξύ των δένδρων των δύο τμημάτων του οπωρώνα παρατηρήθηκαν μεγάλες διαφορές ως προς τις συγκεντρώσεις Mn και K των φύλλων. Έτσι, ενώ στο ένα τμήμα τα δένδρα βρισκόταν σε επίπεδο επάρκειας, στο άλλο παρατηρούνταν σοβαρότατη έλλειψη. Μάλιστα οι συγκεντρώσεις Κ και Mn των φύλλων συσχετίστηκαν αρνητικά. Επιπλέον η συγκέντρωση του Zn στα φύλλα όλων των δένδρων ήταν χαμηλή, ενώ του Cl αρκετά υψηλή.

Λέξεις-κλειδιά: Carrizo, Encore, διηθητικότητα, θρεπτικά στοιχεία, τροφοπενία Mn

 

Εισαγωγή

Η μανταρινιά Encore είναι υβρίδιο που προήλθε από διασταύρωση της μεσογειακής μανταρινιάς (Citrus deliciosa) και της μανταρινιάς king of Siam (Citrus nobilis). Το υβρίδιο αυτό δημιουργήθηκε στην Καλιφόρνια από τον H. B. Frost και χαρακτηρίζεται από την οψιμότητα ωρίμανσης χάρη στην οποία επιτυγχάνει ικανοποιητικές τιμές στην αγορά. Οι καρποί της ωριμάζουν γύρω στο Μάρτιο και διατηρούνται πάνω στο δένδρο για αρκετούς μήνες χωρίς σημαντική υποβάθμιση των οργανοληπτικών τους χαρακτηριστικών. Το υποκείμενο Carrizo citrange (C. sinensis x Poncirus trifoliata), συμφωνεί πολύ καλά με διάφορες ποικιλίες μανταρινιάς όπως οι Encore (Πρωτοπαπαδάκης, 1992) και Nova (Georgiou, 2000). Σαν υποκείμενο είναι ανθεκτικό στους νηματώδεις, στη φυτόφθορα και στην τριστέτσα και ευαίσθητο στα ασβεστούχα εδάφη και την εξωκόρτιδα  (Πρωτοπαπαδάκης, 1992, Βασιλακάκης και Θεριός, 1996).

Αιτία για την διεξαγωγή της παρούσας έρευνας αποτέλεσε ένας οπωρώνας που βρίσκεται στην περιοχή Γαλατάς Χανίων, σ' ένα τμήμα του οποίου τα δένδρα παρουσίαζαν έντονα συμπτώματα τροφοπενίας μαγγανίου. Στη χώρα μας, οι συχνότερα απαντώμενες τροφοπενίες ιχνοστοιχείων στα εσπεριδοειδή είναι αυτές του Mn και του Zn (Πρωτοπαπαδάκης, 1992). Το μαγγάνιο προσλαμβάνεται από τις ρίζες των φυτών με τη μορφή Mn+2. Η διαθεσιμότητα του μαγγανίου (Mn+2)  στο έδαφος εξαρτάται από: α) τη συγκέντρωση τόσο των ιόντων Mn+2, όσο και διαφόρων ενώσεων μαγγανίου που ανάγονται εύκολα, β) τις συγκεντρώσεις των υπολοίπων κατιόντων, γ) την εναλλακτική ικανότητα σε κατιόντα του εδάφους (C.E.C), δ) τη θερμοκρασία, την οργανική ουσία, την υγρασία και το οξειδοαναγωγικό δυναμικό του εδάφους και ε) τη δομή και τις συνθήκες αερισμού του εδάφους (Bergmann, 1992).

Σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η μελέτη της διακύμανσης, κατά τη διάρκεια του έτους, της θρεπτικής κατάστασης δένδρων μανταρινιάς Encore που καλλιεργούνταν σε δύο τμήματα οπωρώνα με διαφορετικές φυσικοχημικές ιδιότητες.

 

Υλικά και Μέθοδοι

Χρησιμοποιήθηκαν δένδρα μανταρινιάς Encore τα οποία ήταν εμβολιασμένα στο υποκείμενο Carrizo citrange. Τα δένδρα, ηλικίας 20 ετών, αναπτύσσονταν σε δύο τμήματα του ίδιου οπωρώνα και δέχονταν τις ίδιες ακριβώς καλλιεργητικές φροντίδες (λίπανση, άρδευση, κλάδευμα, φυτοπροστασία). Σε κάθε τμήμα επιλέχθηκαν 5 αντιπροσωπευτικά δένδρα (επαναλήψεις), η θρεπτική κατάσταση των οποίων παρακολουθούνταν με τακτικές δειγματοληψίες φύλλων. Από κάθε δένδρο και σε κάθε δειγματοληψία συλλέγονταν 20-25 φύλλα, ηλικίας 5-7 μηνών, προερχόμενα από μη καρποφόρους βλαστούς. Συνολικά πραγματοποιήθηκαν 10 δειγματοληψίες κατά το χρονικό διάστημα από την πλήρη άνθιση των δένδρων (τέλη Απριλίου 2000) μέχρι και τη συγκομιδή των καρπών (αρχές Απριλίου 2001). Τα δένδρα ήταν φυτεμένα σε αποστάσεις 4m x 5m. Η λιπαντική τακτική είχε ως εξής: επιφανειακή χορήγηση 1,5 Kg νιτρικού ασβεστίου ανά δένδρο (δεύτερο δεκαπενθήμερο Φεβρουαρίου) και εφαρμογή 1,5 Kg νιτρικού καλίου ανά δένδρο, σε τρεις δόσεις, μέσω του δικτύου άρδευσης (15 Ιουλίου μέχρι 15 Αυγούστου). Η άρδευση του οπωρώνα γινόταν σε εβδομαδιαία βάση με τη βοήθεια σταλακτοφόρων σωλήνων και εφαρμόζονταν οι εξής ποσότητες σε λίτρα νερού ανά δένδρο: 200 L (15-30 Μαΐου) και 250 L (1 Ιουλίου - 30 Σεπτεμβρίου). Το αρδευτικό νερό ήταν πολύ καλής ποιότητας (EC: 0,263 mmhos cm-1, pH: 7,23, Ca: 39 mg L-1, K: 11 mg L-1, Mg: 10 mg L-1, Na: 9 mg L-1, Cl: 17 mg L-1).

Τον Απρίλιο του 2000 πάρθηκαν σύνθετα δείγματα εδάφους (τρία ανά τμήμα). Το βάθος δειγματοληψίας ήταν 0 - 45 cm, διότι σ' αυτή την περιοχή βρίσκεται το μεγαλύτερο τμήμα του ριζικού συστήματος των εσπεριδοειδών (Bell κ.α., 1997). Τα δείγματα αναλύθηκαν στο Ινστιτούτο Εδαφολογίας Θεσσαλονίκης όπου και προσδιορίστηκαν το pH, η ηλεκτρική αγωγιμότητα (mmhos cm-1), το CaCO3, το B (μέθοδος κουρκουμίνης), τα ανταλλάξιμα ιόντα Ca και Mg (μέθοδος EDTA), ο P (μέθοδο Olsen), το ανταλλάξιμο K εκχυλίστηκε με οξικό αμμώνιο και τα ιχνοστοιχεία Mn, Zn, Fe και Cu με DTPA  (Jackson, 1958). Επίσης μετρήθηκε ο ρυθμός διήθησης του νερού και στα δύο τμήματα του οπωρώνα με τη βοήθεια διπλών ομόκεντρων δακτυλίων (τέσσερις επαναλήψεις ανά τμήμα). Οι μετρήσεις ελήφθησαν από τον εσωτερικό δακτύλιο. 

Τα δείγματα φύλλων αναλύονταν στο εργαστήριο Δενδροκομίας του Α.Π.Θ. όπου και προσδιορίστηκαν οι συγκεντρώσεις του N με τη μέθοδο Kjeldahl και του P με τη μέθοδο του φωσφοβαναδομολυβδαινικού αμμωνίου. Οι συγκεντρώσεις των στοιχείων K, Mg, Ca, Na, Mn, Zn, Fe προσδιορίστηκαν με τη μέθοδο της σπεκτοφωτομετρίας της ατομικής απορρόφησης (συσκευή Perkin-Elmer 2340), τo B με τη μέθοδο azomethine-H (Wolf, 1971), ενώ η συγκέντρωση του χλωρίου υπολογίστηκε μετά από τιτλοδότηση με AgNO3. Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων έγινε με τη βοήθεια του στατιστικού πακέτου SPSS (10.0.1 for Windows) και για τη σύγκριση των μέσων όρων χρησιμοποιήθηκε το κριτήριο t (t-test).

 

Αποτελέσματα και Συζήτηση

Η διηθητικότητα του εδάφους Β ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από αυτήν του εδάφους Α λόγω του ότι το έδαφος Β περιείχε περισσότερη οργανική ουσία, περισσότερη άμμο και λιγότερη άργιλλο από το έδαφος Α (Πίνακας 1). Οι σημαντικά μεγαλύτερες συγκεντρώσεις K, Mg και Ca που βρέθηκαν στο έδαφος Β οφείλονται πιθανότατα στην αυξημένη περιεκτικότητά του σε οργανική ουσία, αφού ως γνωστόν η εναλλακτική ικανότητα της σε κατιόντα (C.E.C) είναι κατά πολύ μεγαλύτερη αυτής των ανόργανων συστατικών του εδάφους. Η περιεκτικότητα και των δύο εδαφών σε CaCO3 ήταν σχετικά μικρή και κατά συνέπεια δεν αναμένονται αρνητικές επιπτώσεις από αυτό τον παράγοντα. Ομοίως, οι όποιες διαφορές στη θρεπτική κατάσταση των δένδρων δεν μπορεί να αποδοθούν στο pH αφού η τιμή του ήταν περίπου ίδια και στα δύο εδάφη (Πίνακας 1).



Πίνακας 1: Φυσικοχημικές ιδιότητες των εδαφών Α και Β.

Πίνακας 1: Φυσικοχημικές ιδιότητες των εδαφών Α και Β.
Στα φύλλα των δένδρων του εδάφους Β βρέθηκαν σημαντικά μεγαλύτερες συγκεντρώσεις K και B από αυτές των δένδρων του εδάφους Α σε 9 και 8 από τις 10 δειγματοληψίες, αντίστοιχα (Σχήματα 1 και 2). Οι αυξημένες συγκεντρώσεις K στα φύλλα των δένδρων του εδάφους Β οφείλονταν κατά κύριο λόγο στο ότι το έδαφος αυτό περιείχε σημαντικά περισσότερο K από το έδαφος Α. Έχει αναφερθεί επίσης ότι η συγκέντρωση του K σε φύλλα που παρουσιάζουν τροφοπενία μαγγανίου, όπως αυτά των δένδρων του εδάφους Β, είναι αυξημένη (Goransson, 1994, Hiltbrunner και Fluckiger, 1996). Πράγματι από τη συσχέτιση των συγκεντρώσεων του K και του Mn στα φύλλα, που αφορούσαν στο σύνολο των δένδρων (έδαφος Α και Β) και των δειγματοληψιών, προέκυψε ότι τα παραπάνω στοιχεία συσχετίζονται αρνητικά (r = -0,690) και μάλιστα στατιστικώς σημαντικά (p<0,01, n=100).

Σχήματα 1-7: Συγκεντρώσεις K (Σχ.1), B (Σχ.2), Mn (Σχ.3), Fe (Σχ.4), Ca (Σχ.5), Mg (Σχ.6) και Cl (Σχ.7) στα φύλλα των δένδρων των εδαφών Α και Β.

Σχήματα 1-7: Συγκεντρώσεις K (Σχ.1), B (Σχ.2), Mn (Σχ.3), Fe (Σχ.4), Ca (Σχ.5), Mg (Σχ.6) και Cl (Σχ.7) στα φύλλα των δένδρων των εδαφών Α και Β. Σημείωση: όπου υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των εδαφών, ως προς τις συγκεντρώσεις των θρεπτικών στοιχείων στα φύλλα των δένδρων για την ίδια ημερομηνία, αυτές σημειώνονται ως εξής: *(p<0,05), ** (p<0,01) ή *** (p<0,001).



Δεδομένου ότι τα δύο εδάφη δε διέφεραν μεταξύ τους ως προς την περιεκτικότητά τους σε βόριο, η μικρότερη διαθεσιμότητά του στο έδαφος Α πιθανότατα οφείλεται στην αυξημένη περιεκτικότητά του σε άργιλλο, αφού σύμφωνα με τους Biggar και Fireman (1960) η προσρόφηση του βορίου σ' ένα έδαφος αυξάνεται, καθώς αυξάνεται η περιεκτικότητά του σε άργιλλο. Το έδαφος Β με τη σειρά του είχε αυξημένη οργανική ουσία η οποία έχει την ικανότητα να προσροφάει περισσότερο βόριο, σε σχέση με τα ανόργανα συστατικά του εδάφους (Yermiyaho κ.α., 1988). Οι αυξημένες όμως συγκεντρώσεις βορίου στα φύλλα των δένδρων του εδάφους Β, παρ' όλο που περιείχε αρκετή οργανική ουσία, αποδίδονται στο ότι το Β απελευθερώνεται ξανά στο εδαφικό διάλυμα κατά την ανοργανοποίησή της (Shorrocks, 1997).

Οι συγκεντρώσεις Mn και Fe στα φύλλα των δένδρων του εδάφους Α ήταν σημαντικά μεγαλύτερες από αυτές των δένδρων του εδάφους Β σε 9 και 10 από τις 10 δειγματοληψίες, αντίστοιχα (Σχήματα 3 και 4). Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των δένδρων των δύο εδαφών παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές ως προς τις συγκεντρώσεις του Mn των φύλλων τους. Έτσι, ενώ οι συγκεντρώσεις των φύλλων βρισκόταν σε επίπεδο επάρκειας στο έδαφος Α, στο έδαφος Β παρατηρήθηκε σοβαρότατη έλλειψη (Βασιλακάκης και Θεριός, 1996). Αν και τα δύο εδάφη αρχικά δε διέφεραν σημαντικά ως προς τις συγκεντρώσεις των παραπάνω στοιχείων, οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις τους που βρέθηκαν στα φύλλα των δένδρων του εδάφους Α προφανώς οφείλονταν στην αύξηση της συγκέντρωσης Mn+2 και Fe+2 στο εδαφικό διάλυμα κατά τη διάρκεια του πειράματος. Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα ο ρυθμός διήθησης του νερού ήταν σημαντικά μικρότερος στο έδαφος Α, σε σχέση με το Β, και η μείωση της διηθητικότητας έχει ως αποτέλεσμα το νερό να παραμένει στην κατατομή του εδάφους επί περισσότερο χρόνο (Μισοπολινός, 1991). Αν λάβουμε υπ' όψιν μας ότι τόσο η ποσότητα του νερού ανά άρδευση όσο και η συχνότητα άρδευσης ήταν η ίδια και στα δύο εδάφη, γίνεται σαφές ότι η διαθέσιμη υγρασία στο έδαφος Α ήταν μεγαλύτερη από αυτή του εδάφους Β. Σύμφωνα με το Marschner (1995) καθώς αυξάνεται η υγρασία του εδάφους μειώνεται το οξειδοαναγωγικό δυναμικό του, δηλαδή επικρατούν πιο αναγωγικές συνθήκες. Αποτέλεσμα αυτού είναι να αυξάνεται η διαλυτότητα και η διαθεσιμότητα του μαγγανίου και του σιδήρου. Σ' αυτές τις περιπτώσεις παρατηρείται αναγωγή του Mn+4 σε Mn+2 και του Fe+3 σε Fe+2 (Lucas και Knezek, 1972). Ο Bergmann (1992) τονίζει επίσης ότι η διαθεσιμότητα του Mn+2 είναι συνήθως μεγαλύτερη σε υγρά εδάφη, και συχνά οι συγκεντρώσεις του Mn στα φυτά επηρεάζονται από τις μεταβολές της εδαφικής υγρασίας.

Στα φύλλα των δένδρων του εδάφους Β βρέθηκαν σημαντικά μικρότερες συγκεντρώσεις Ca και Mg από αυτά του εδάφους Α σε 7 και 8 από τις 10 δειγματοληψίες, αντίστοιχα (Σχήματα 5 και 6). Αυτό πιθανότατα οφείλεται σε ανταγωνισμό K/Mg και K/Ca, αφού το έδαφος Β περιείχε σημαντικά περισσότερο Κ απ' ότι έδαφος Α. Σύμφωνα με τον Cummings (1973) η εφαρμογή Κ σε δένδρα ροδακινιάς είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των συγκεντρώσεων του Ca και Mg στα φύλλα τους. Ανταγωνισμός K/Mg έχει αναφερθεί και στα εσπεριδοειδή (Embleton κ.α., 1973). Η έντασή του μάλιστα εξαρτάται από το υποκείμενο (Georgiou, 2000).

Οι συγκεντρώσεις χλωρίου στα φύλλα των δένδρων του εδάφους Α ήταν μεγαλύτερες από αυτές των δένδρων του εδάφους Β, σε 7 από τις 10 δειγματοληψίες (Σχήμα 7). Σύμφωνα με τον Κεραμίδα (1990) το χλώριο δεν συγκρατείται από τα συστατικά του εδάφους, είναι ευκίνητο και εκπλύνεται εύκολα. Εξαιτίας λοιπόν της μεγαλύτερης διηθητικότητας του εδάφους Β οι απώλειες χλωρίου, λόγω έκπλυσης, ήταν μεγαλύτερες και ως εκ' τούτου η διαθεσιμότητά του ήταν μεγαλύτερη στο έδαφος Α. Γενικά οι συγκεντρώσεις του Cl στα φύλλα των δένδρων ήταν υψηλές (0,24 % - 0,40%), αφού σύμφωνα με τους Bell κ.α. (1997) η τοξικότητα του Cl στα φύλλα των εσπεριδοειδών παρατηρείται σε συγκεντρώσεις του πάνω από 0,40%. Αιτία γι' αυτό το γεγονός δεν μπορεί να είναι το αρδευτικό νερό το οποίο περιείχε μόνο 17 mg Cl L-1, αλλά ούτε και το θαλασσινό (μεταφορά σταγονιδίων, υψηλή υπόγεια στάθμη) αφού ο οπωρώνας βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα. Οι υψηλές συγκεντρώσεις Cl οφείλονται μάλλον στο χρησιμοποιούμενο υποκείμενο (Carrizo citrange) το οποίο υστερεί έναντι άλλων στο να αποκλείει το Cl κατά την πρόσληψή του (Βασιλακάκης και Θεριός, 1996, Georgiou, 2000).

Σε ό,τι αφορά τις συγκεντρώσεις των υπολοίπων θρεπτικών στοιχείων (N, P, Zn, Na) στα φύλλα των δένδρων δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των εδαφών (τα δεδομένα δεν αναφέρονται). Οι χαμηλές όμως συγκεντρώσεις του Zn στα φύλλα των δένδρων (8-16 mg Kg-1 ξ.β.) οφείλονταν κυρίως στα υψηλά pH (~7,4) των εδαφών. Η τροφοπενία του Zn στα εσπεριδοειδή είναι πολύ συνηθισμένη στη χώρα μας (Πρωτοπαπαδάκης, 1992, Βασιλακάκης και Θεριός, 1996), και σύμφωνα με τη Georgiou (2000) το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την επιλογή και μόνο κάποιου υποκειμένου, αλλά απαιτείται λίπανση. Τέλος, δεν παρατηρήθηκαν ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δένδρων των δύο τμημάτων του οπωρώνα ως προς την εποχιακή διακύμανση των θρεπτικών στοιχείων στα φύλλα τους.



Βιβλιογραφία

Βασιλακάκης, Μ. και Ι. Θεριός. 1996. Μαθήματα Ειδικής Δενδροκομίας – Εσπεριδοειδή. Εκδόσεις Γ. Δεδούση, Θεσσαλονίκη.

Bell, P.F., J.A. Vaughn, and W.J. Bourgeois. 1997. Leaf analysis finds high levels of chloride and low levels of zinc and manganese in Louisiana Citrus. J. Plant Nutr. 20(6): 733-743.

Bergmann, W. 1992. Nutritional Disorders of Plants: Development, Visual and Analytical Diagnosis. Gustav Fischer, Jena, Stuttgart, New York.

Biggar, J.W. and M. Fireman. 1960. Boron adsorption and release by soils. Soil Sci. Soc. Am. Proc. 24: 115-120.

Cummings, G. 1973. The distribution of elements in 'Elberta' peach tree tissues and the influence of potassium and magnesium fertilization. J. Amer. Soc. Hort. Sci. 98(5): 474-477.

Embleton, T.W., W.W. Jones, C.K. Labanauskas, and W. Reuther. 1973. Leaf analysis as diagnostic tool and a guide to fertilization. pp. 184-210. In W. Reuther (ed.) The citrus industry, Vol. 3, University of California Press, Berkeley.

Georgiou, A. 2000. Performance of 'Nova' mandarin on eleven rootstocks in Cyprus. Scientia Hortic. 84: 115-126.

Goransson, A. 1994. Growth and nutrition of small Betulla pendula plants at different relative addition rates of manganese. Tree Physiology 14: 375-388.

Hiltbrunner, E. and W. Fluckiger. 1996. Manganese deficiency of silver fir trees (Abies alba) at a reforested site in the Jura mountains, Switzerland: aspects of cause and effect. Tree Physiology 16: 963-975.

Jackson, M.L. 1958. Soil chemical analysis. p. 498. Prentice - Hall, Inc., Englewood Cliffs, N.Y.

Κεραμίδας, Β. 1990. Σημειώσεις του μαθήματος Γονιμότητα Εδαφών. Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη.

Lucas, R.E. and B. Knezek. 1972. Climatic and Soil Conditions Promoting Micronutrient Deficiencies in Plants. pp. 265-288. In J.J. Mortvedt, P.M. Giordano and W.L. Lindsay (eds.) Micronutrients in Agriculture, Soil Science Society of America Inc, Madison.

Marschner, H. 1995. Mineral nutrition of higher plants. Academic Press Limited, Second edition, London.

Μισοπολινός, Ν. 1991. Προβληματικά εδάφη. Μελέτη - Πρόβλεψη - Βελτίωση. Εκδόσεις Γιαχούδη - Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη.

Πρωτοπαπαδάκης, Ε. 1992. Τα Εσπεριδοειδή: Υποκείμενα, Ποικιλίες, Απαιτήσεις και Προβλήματα. Εκδόσεις Γεωργίας και Κτηνοτροφίας, Αθήνα.

Shorrocks, V.M. 1997. The occurrence and correction of boron deficiency. Plant and Soil 193: 121-148.

Wolf, B. 1971. The determination of boron in soil extracts, plant materials, composts, manures, water and nutrient solutions. Commun. Soil Sci. Plant Anal. 2: 363-374.

Yermiyaho, U., R. Keren, and Y. Chen. 1988. Boron sorption on composted organic matter. Soil Sci. Soc. Am. J. 52: 1309-1313.

Για ακόμη περισσότερη δενδροκομική γνώση και ενημέρωση, επισκεφτείτε και εγγραφείτε στο κανάλι μου στο YouTube πατώντας εδώ!

Μοιραστείτε άμεσα αυτή την ανάρτηση με τους φίλους σας, μέσω Email, Twitter, Facebook, Pinterest ή WhatsApp, χρησιμοποιώντας ένα από τα χαρακτηριστικά εικονίδια που ακολουθούν ...

Μπορεί να σας αρέσουν αυτές οι αναρτήσεις:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση επιπλέον πληροφοριών

Δείτε επίσης...